- προσαρμοστικός
- η , ό[ν] легко прилаживаемый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προσαρμοστικός — ή, ό, Ν 1. ο ικανός ή ο κατάλληλος να προσαρμόζει ή να προσαρμόζεται 2. φρ. «προσαρμοστικός φακός» ο κρυσταλλοειδής φακός που παρέχει την ικανότητα προσαρμογής στο μάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσαρμόζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλία… … Dictionary of Greek
προσαρμοστικός — ή, ό αυτός που είναι ικανός για προσαρμογή, ο ευκολοπροσάρμοστος: Ο χαμαιλέοντας έχει προσαρμοστική ικανότητα στο περιβάλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιπαράλληλη ροή αίματος — Προσαρμοστικός μηχανισμός με τον οποίο μειώνονται οι απώλειες θερμότητας του σώματος των ομοιόθερμων ζώων (θηλαστικών και πτηνών) που ζουν σε πολύ ψυχρό περιβάλλον. Οι αρτηρίες και οι φλέβες που βρίσκονται στην ουρά, στα πόδια και στα πτερύγια… … Dictionary of Greek
ζόμφος — ζόμφος, ον (Μ) 1. εύκαμπτος, ευλύγιστος 2. προσαρμοστικός … Dictionary of Greek
οικειωτικός — οἰκειωτικός, ή, όν (Α) [οικειώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οίκείωση ή ο πρόσφορος, ο αρμόδιος για εξοικείωση («τέχνης οἰκειωτικῆς», Πλάτ.) 2. προσοικειωτικός, προσαρμοστικός, αυτός που τείνει προς οικείωση, προς συνάφεια 3. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
προσαρμοστικότητα — η, Ν [προσαρμοστικός] 1. η ιδιότητα τού προσαρμοστικού, η ικανότητα για προσαρμογή 2. (οικον.) ο βαθμός μεταβλητότητας ενός οικονομικού μεγέθους … Dictionary of Greek